εξύψωση
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
η
1. το να εξυψώνεται, να ανεβαίνει ψηλότερα κάποιος ή κάτι
2. ο θερμός έπαινος, ο εγκωμιασμός («η εξύψωση της προσφοράς του»).