εξύψωση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

η
1. το να εξυψώνεται, να ανεβαίνει ψηλότερα κάποιος ή κάτι
2. ο θερμός έπαινος, ο εγκωμιασμός («η εξύψωση της προσφοράς του»).