επιγενεσιουργός
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
ἐπιγενεσιουργός, -όν (Α)
αυτός που είναι η δημιουργός αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γενεσιουργός].