Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
ἐπιδιατρίβω (Α)
παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τρίβω «μένω»].