ἐπιδεύτερος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ον,
A secondary, of minor rank, of a dramatist, Suid. s.v. Ἀριστομένης.
Greek Monolingual
ἐπιδεύτερος, -α, -ον (Μ)
δευτερεύων, δεύτερης κατηγορίας, όχι πρώτης ποιότητας.