επίδοξος

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίδοξος, -ον)
αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός»)
αρχ.-μσν.
ένδοξος, διάσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόξα.