επιλάμπω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ἐπιλάμπω (Α) λάμπω
1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.)
2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω
3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.)
4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» — έλαμπε η περικεφαλαία με το λοφίο επάνω της, Απολλ. Ρόδ.).