επικουρία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
η (AM ἐπικουρία) επίκουρος
1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.)
2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία
2. μισθοφορικό στράτευμα
3. παράκληση, ικεσία για βοήθεια.