επισκύνιον
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Greek Monolingual
ἐπισκύνιον, το (AM)
το δέρμα του μετώπου πάνω από τα φρύδια
αρχ.
1. υπερηφάνεια, αλαζονεία
2. σεμνότητα, σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκύνιος, όπου το θέμα -σκυν- συνδέεται με αρχ. ινδ. sku-nā-ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος και μτγν. τ. που προέρχεται από το σύνθετο επισκύνιος].