υπερηφάνεια

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

η, Ν υπερηφανεύομαι
(με θετ. και αρνητική σημ.) περηφάνια.