έρομαι
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
Greek Monolingual
ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α)
1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι
3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και επικ. τ. του είρομαι].