ἑτερόπλευρος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλευρος Medium diacritics: ἑτερόπλευρος Low diacritics: ετερόπλευρος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: heterópleuros Transliteration B: heteropleuros Transliteration C: eteroplevros Beta Code: e(tero/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A with two visible faces, λίθοι SIG247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. ἁτερόπλευρος.    II with unequal sides, Scymn.267.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. τρίπλευρος).

Greek Monolingual

ἑτερόπλευρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)
2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος)].