ευαποτείχιστος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

εὐαποτείχιστος, -ον (Α), (για τόπο) αυτός που αποτειχίζεται, που αποκλείεται εύκολα με τείχος ή οχύρωμα («εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-τειχίζω.