Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
και εφοριακός, -ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός
ο υπάλληλος της εφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].