ἐχιδνόκομος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνόκομος Medium diacritics: ἐχιδνόκομος Low diacritics: εχιδνόκομος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: echidnókomos Transliteration B: echidnokomos Transliteration C: echidnokomos Beta Code: e)xidno/komos

English (LSJ)

ον,

   A snaky-haired, Nonn.D.1.173.

German (Pape)

[Seite 1126] mit Natterhaaren, Nonn. D. 8, 239 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνόκομος: -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.

Greek Monolingual

ἐχιδνόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].