ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α)1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα2. επίθ. του Απόλλωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + λύρα.