ηλουργός
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
ἡλουργός, ὁ (Μ)
ο κατασκευαστής καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ-ουργός, οπλ-ουργός].