ημερίς

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

ἡμερίς, ἡ (Α) ήμερος
1. ήμερο αμπέλι, καλλιεργημένο κλήμα
2. η ήμερη βαλανιδιά
3. φρ. μτφ. «ἡ ποιητική ἡμερίς τῶν Μουσῶν» — η ποιητική σταφύλη, η ευγενής ποίηση τών Μουσών (Πλούτ.).