νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
ἠπειρόθεν (Α)επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. -θεν].