θερμόφιλος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά τη θερμότητα
2. βιολ. (για μικροοργανισμό) ικανός να ζήσει σε υψηλές θερμοκρασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermophile < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -phile (πρβλ. φίλος)].