θερόεις
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of or in summer, Nic.Al.570.
German (Pape)
[Seite 1202] εσσα, εν, sommerlich, Nic. Al. 583.
Greek (Liddell-Scott)
θερόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀλ. 583.
Greek Monolingual
θερόεις, -εσσα, -εν (Α) θέρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός.