θερόεις

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερόεις Medium diacritics: θερόεις Low diacritics: θερόεις Capitals: ΘΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: theróeis Transliteration B: theroeis Transliteration C: theroeis Beta Code: qero/eis

English (LSJ)

θερόεσσα, θερόεν, of or in summer, Nic.Al.570.

German (Pape)

[Seite 1202] εσσα, εν, sommerlich, Nic. Al. 583.

Greek (Liddell-Scott)

θερόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀλ. 583.

Greek Monolingual

θερόεις, -εσσα, -εν (Α) θέρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός.