φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
θρίγχωμα, τὸ (Α)βλ. θρίγκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρίγκωμα].