θρίγκωμα

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίγκωμα Medium diacritics: θρίγκωμα Low diacritics: θρίγκωμα Capitals: ΘΡΙΓΚΩΜΑ
Transliteration A: thrínkōma Transliteration B: thrinkōma Transliteration C: thrigkoma Beta Code: qri/gkwma

English (LSJ)

-ατος, τό, coping, cornice, cj. for τριχώμασιν, J.AJ15.11.3: metaph., θ. τῆς τροφῆς, of salt, Plu.2.685b.

German (Pape)

[Seite 1218] τό, = θριγκός; Plut. Symp. 5, 10, 3, übertr., θρίγκωμα τῆς τροφῆς, vom Salz; ist auch Eur. I. T. 74 für τριχώματα vermuthet.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
revêtement de mur, faîte ; p. anal. bord d'un autel.
Étymologie: θριγκόω.

Russian (Dvoretsky)

θρίγκωμα: ατος τό
1 верхний край, карниз (θριγκώματα βωμοῦ Eur.);
2 досл. обрамление, перен. приправа (τῆς τροφῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θρίγκωμα: τό, θριγκός, γεῖσον, Εὐρ. Ι. Τ. 74, ἐξ εἰκασ. τοῦ Ruhnk.

Greek Monolingual

θρίγκωμα και θρίγχωμα, τὸ (Α) θριγκώ
1. ακροτοίχιο
2. αλάτι.

Greek Monotonic

θρίγκωμα: -ατος, τό, γείσο, μαρκίζα, σε Ευρ.

Middle Liddell

θρίγκωμα, ατος, τό, [from θριγκόω
a coping, cornice, Eur.