θρίγχωμα

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

θρίγχωμα, τὸ (Α)
βλ. θρίγκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρίγκωμα].