αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
ἰακός, -ή, -όν (Α)
1. ιωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν
ο ιωνικός τύπος.
επίρρ...
Ιακώς (Α)
κατά τρόπο ιωνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο του Ιάς «Ιωνική»].