ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
ἰατραλείπτης, ὁ (Α)γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].