ἰδιαζόντως
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
[ῐδ], Adv.
A in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1235] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαζόντως: Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιαζόντως)
επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο
μσν.
1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια
2. διακεκριμένα
μσν.-αρχ.
ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων του ρ. ιδιάζω].