Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)γιατρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ, οική-τωρ)].