ἰάτωρ
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
[ῑᾱ], Ion. ἰήτωρ, ορος, ὁ, = ἰατρός, Alcm.23.89, IG9(2).317 (Tricca), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1234] ορος, ὁ, ion. ἰήτωρ, = ἰατρός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάτωρ: Ἰων. ἰήτωρ, ορος, ὁ, = ἰατρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1778.
Greek Monolingual
ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)
γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ)].