ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἰάτωρ, ιων. τ. ἰήτωρ, -ορος, ό (Α)γιατρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ)].