ικτερίας
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
ἰκτερίας, ὁ (Α)
φρ. «ἰκτερίας λίθος» — είδος κίτρινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + επίθημα -ίας].