ικανοποιητικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για ενέργειες, καταστάσεις ή πράγματα) αυτός που μπορεί να προσφέρει ικανοποίηση, επάρκεια ή ευχαρίστηση («ικανοποιητική δήλωση»)
2. (για αμοιβή εργασίας ή για κέρδος επιχειρήσεως) επαρκής, αρκετόςμισθός ικανοποιητικός»).
επίρρ...
ικανοποιητικῶς και -ά
με ικανοποιητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικανοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].