ισικιομάγειρος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α)
πάπ. ισικιάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος.