τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιονπάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.