ἰσικιομάγειρος

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσῐκιομά γειρος Medium diacritics: ἰσικιομάγειρος Low diacritics: ισικιομάγειρος Capitals: ΙΣΙΚΙΟΜΑΓΕΙΡΟΣ
Transliteration A: isikiomágeiros Transliteration B: isikiomageiros Transliteration C: isikiomageiros Beta Code: i)sikioma/

English (LSJ)

ὁ, = ἰσικιάριος (sausage-maker), Wien. Stud. 24.129 (vi AD).

Greek Monolingual

ἰσικιομάγειρος, ὁ (Α)
πάπ. ισικιάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσίκιον + μάγειρος.