ισχιομηρικός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» — ο σύνδεσμος της οπίσθιας πλευράς του αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή του μηρού προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ-ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. coxofemoral) και μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].