εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
ἰσχυρόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει ισχυρή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, ισχνό-φωνος].