αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
ἰσχυρόφωνος, -ον (Α)αυτός που έχει ισχυρή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος].