ισόχωρος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον
2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύ-χωρος, στενό-χωρος].