καινολογώ
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Greek Monolingual
καινολογῶ, -έω (Α) καινολόγος
1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις
2. λέω κάτι νέο.