καινοπρέπεια

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπρέπεια Medium diacritics: καινοπρέπεια Low diacritics: καινοπρέπεια Capitals: ΚΑΙΝΟΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: kainoprépeia Transliteration B: kainoprepeia Transliteration C: kainoprepeia Beta Code: kainopre/peia

English (LSJ)

ἡ,

   A novelty, τοῦ σχήματος Eust.93.31.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, das Aussehen von etwas Neuem, ἡ κ. τοῦ σχήματος, neue Gestaltung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπρέπεια: ἡ, τὸ καινοπρεπὲς πράγματός τινος, Εὐστ. 93. 31.

Greek Monolingual

καινοπρέπεια, ἡ (Μ) καινοπρεπής
το ασυνήθιστο, το πρωτότυπο ενός πράγματος.