καλογέννητος
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα
2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη
αυτή που γέννησε εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος].