καλοθελητής
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
ο, θηλ. καλοθελήτρα (Μ καλοθελητής)
αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει ευνοϊκές διαθέσεις
νεοελλ.
(ειρωνικά) αυτός που δείχνει προσποιητό ενδιαφέρον για κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα τον επιβουλεύεται, αυτός που κρυφά επιδιώκει το κακό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θελητής.