θελητής
From LSJ
English (LSJ)
θελητοῦ, ὁ,
A one who wills, ἐλέους ib.Mi.7.18, cf. Hsch.
II wizard (by confusion of Hebr. 'ōbh 'necromancer' with 'ōbheh 'wishing'), LXX 4 Ki.21.6; = ἐγγαστρίμυθος, Cyr.
German (Pape)
[Seite 1192] ὁ, der Wollende, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
θελητής: ὁ, ὁ θέλων τι, Ἡσύχ. ΙΙ. γόης, μάγος, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. κα΄, 6).
Greek Monolingual
ο (AM θελητής) θέλω
αυτός που θέλει, που επιθυμεί κάτι
μσν.
υπηρέτης, υποτακτικός
αρχ.
γόης, μάγος.