καλόγερας
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
ο
καλόγερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ονομαστικής αντί καλόγερος
η κατάλ. -ας αντί -ος από την ονομαστική πληθ. οι καλογέροι υποχωρητικά κατά τα σχήμα οι κοράκοι - ο κόρακας].