Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ο
καλόγερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ονομαστικής αντί καλόγερος
η κατάλ. -ας αντί -ος από την ονομαστική πληθ. οι καλογέροι υποχωρητικά κατά τα σχήμα οι κοράκοι - ο κόρακας].