καραγωγέας

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο
ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ-εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].