τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
ο, θηλ. καταδότρια
αυτός που αποκαλύπτει κρυφά κάτι ή παραδίδει κάποιον με προδοσία, προδότης, σπιούνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδίδω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].