κατάτμηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

η
1. διαίρεση σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα
2. διαχωρισμός, κατανομή
3. γεωλ. το φαινόμενο του διαχωρισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων σε κομμάτια με σχεδόν κανονικό σχήμα υπό την επίδραση εξωτερικών κυρίως παραγόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατέμνω. Η λ., στον λόγιο τ. κατάτμησις, μαρτυρείται από το 1881 στον Γεώργιο Αντωνόπουλο].