κατακερματισμός

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακερματισμός Medium diacritics: κατακερματισμός Low diacritics: κατακερματισμός Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katakermatismós Transliteration B: katakermatismos Transliteration C: katakermatismos Beta Code: katakermatismo/s

English (LSJ)

ὁ, dividing into small parts, Porph.Sent.35.

German (Pape)

[Seite 1352] ὁ, das Zerlegen in kleine Teile, Sp., z. B. νομισματικός, des Geldes, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κατακερματισμός: ὁ, διαίρεσις εἰς μικρὰ μέρη, κ. τῆς δυνάμεως Πορφ. Αἰσθ. 37· κ. νομισματικός, ἡ ἀλλαγὴ τῶν χρημάτων εἰς μικρὰ νομίσματα, Εὐστάθ.

Greek Monolingual

ο (AM κατακερματισμός) κατακερματίζω
διαίρεση σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακομμάτιασμα
νεοελλ.
1. κατασυντριβή, θρυμματισμός, θρυμμάτισμα
2. φρ. «νομισματικός κατακερματισμός» — η αλλαγή τών χρημάτων σε μικρά νομίσματα.